πρώτα το πρωινό ξύπνημα που εξώκειλε σ αγκαλιά, μετά το μόνο επεισόδιο έρωτα, κι ύστερα ήλιος καυτός σε μυθοπλαστικά αναγνώσματα, λίγη φθορά μαχόμενη καρτερικά τ απάγεμα, πολλές σταγόνες λερωμένες απ την ειμαρμένη, λες να ξέρω τον πυρετό των σωθικών, κάποιοι υβριστές παράμερα, φεύγει το σκοτάδι κι έρχεται σκοτεινιά, ζουμιά ξέχειλα χρωματιστά σαν πληγές ολάνθιστες, ανάσα μου σε χάνω, βυθίστηκες σε ωκεάνια συμπλέγματα ταξιδεμένων ωρών, που σε βρήκα να λιάζεσαι στις σκορπισμένες μέρες, μετά σουρουπώνει ενδελεχώς κι αναποδράστως, πιώμα μύχιο μελανό, άρτιο ευλογημένο στη μυστική κοιλάδα των ψυχών, ψιχαλίζει δάκρυα το βράδυ, λούζεσαι έρημη και μόνη, υπέροχη ταλαντώνεσαι στα χέρια , σκούρο αίμα καλωπίζει τη βραδιά, να κοιταχτούμε λίγο, να μεθύσουμε απ την όψη μας, να γιάνουμε τις πληγές, και γιατί να τις γιάνουμε, εδώ το δωμάτιο που πρωτοχορέψαμε στρεβλά
απέναντι απ τον καναπέ με το πράσινο σγουρό ύφασμα, πετάω την παιδική μου σάκα στα μούτρα των πτωματοφάγων, τους στριφογυριζω τ αντερα με σουβλερά χαμόγελα, τι κόλαση θεέ μου, στέρεα οργή φτύνουν, στέρεο θάνατο πασάρουν, φτάνει το τρίτο της νύχτας μέρος, ντύνομαι εαυτός, μελαγχολικά όνειρα γεμίζουν τον ουράνιο θόλο, δικαίωση για όλους , ακόμη και για τους πτωματοφάγους, ακόμη και για της ψυχής το πιο πηχτό σκοτάδι, που καρτερεί μια κάποια λύτρωση, να δοθεί ατόφιο στην φλόγα της ζωής, να ξεχάσει την παγωνιά του, ν αρχίσει να αισθάνεται την πέτρα , το βουνό, τη χλωρή χλόη, τ ανάθεμα των πηγών, της ρίζας, μα ήταν ορφανό το σκοτάδι κι έφτιαξε ζωή για παρέα, κι άφησε τα τελευταία του χάδια σε θολωτούς ανέσπερους καταρράχτες, χρώματα
παντού, στον γκρεμό, σ αυτά που δεν ειπώθηκαν, σ αυτά που εννόησαν κι εννοήθηκαν, χρώματα ενόρασης, θλίψης, βίας, κακοτράχαλων μονοπατιών που φτάνουν σ εκείνη την κοιλάδα την μυστική με τον καμπυλωμένο ορίζοντα και την αγκαλιά την χορταριασμένη, που ήθελες να ξαπλώσεις στην τρυφερή κοιλιά της, ν αφεθείς στον ουρανό που αντιστοιχιζόταν με τον σταχτί βράχο των αντικρυνών κορυφών, να ξάπλωνα εκεί, στην γεμάτη σιωπή του τοπίου που μιλούσε εντός, ν άφηνα τις λέξεις να σβήσουν, το βουνό να γκρέμιζε τη λέξη βουνό, η θάλασσα να έπνιγε τη λέξη θάλασσα, ο ήλιος να έκαιγε τη λέξη ήλιο, ο ουρανός να σκότωνε τη λέξη ΠΝΕΥΜΑ, κι ακυρωμένες οι λέξεις να βάδιζαν στο χαμό τους, κι όλα να έλαμπαν ως ΟΛΟΝ, α!, τι χαρά που ερχόταν απ τα τρίσβαθα του σκοταδιού όταν ξάπλωνα στη κοιλάδα, εσύ ,εγώ, αυτοί, εμείς, όλες αστείες καταρρέουσες λέξεις γίναμε, μόνο η κοιλάδα έμεινε, μας καλούσε στην αγκαλιά της, πως να περιγράψω εκείνη την ιερή γραμμή που σχηματιζόταν ανάμεσα στον ουρανό κια την κοιλάδα, έκανα την ασέβεια και την φωτογράφισα, ξεκινώντας απ το μέσα στο έξω και τανάπαλιν η κοιλάδα κυμάτιζε, πως να μην νιώσω το προφανές του κυματισμου της, μα μέσα καθώς περιδιάβαινα τα σωθικά της, μέσα στα σωθικά της, ήταν στη χλόη αφημένη η παιδική μου σάκα αφημένη πλάι σ ένα πλάτανο, σκονισμένη, ηταν αυτή η μαύρη σάκα που κουβαλούσα απ το νηπιαγωγείο μεχρι το τέλος του δημοτικού, και που δεν αποχωριζόμουν ούτε στα διαλείμματα, άνοιξε από μόνη της κι είχε ένα χαρτί μέσα που έγραφε, μη γυρέψεις δάσκαλο, οι πιο πολλοί είναι μπαλόνια φουσκωμένα, μήτε και παππά, μη γυρέψεις ποιητάς , μήτε και και λογίους, οι πιο πολλοί είναι δύσκολοι προς δική τους τέρψη, μη γυρέψεις άγγελο, μήτε και διαόλια, τι να γυρέψω ρώτησα, κι ο πλάτανος μ αποκρίθηκε, φίλο να γυρέψεις, φίλο να ζητάς, κι αν έρωτα θελήσω, κι αν έρωτα ζητώ, αυτόνε ξέχασε τον , μοναχός του έρχεται, μοναχός του μακριά πετά, να κάνεις κάτι γιαυτόνε δεν μπορείς, φίλο μόνο να ζητήσεις, όλα τ άλλα στην άκρια άστα είπε και σώπασε ευθύς ο γέροπλάτανος, στις καραβίδες που τα ριζά του χάιδευαν καθώς σε λίμνη ήταν βυθισμένα, αφέθηκε το δέντρο το πελώριο π αργότερα θα γκρέμιζαν οι νάνοι άνθρωποι να φτιάξουν της κεφαλής τους τα ρημάδια, κι απόμεινα μονάχος με τη σάκα μου τη μαύρη πούχε μέσα ένα χαρτί τον κόσμο να θωρώ, τον κόσμο να αγναντεύω, μόνος μες στην πολύβουη ερημιά του μονοπάτι να χαράξω, και τότε άξαφνα μια σκέψη αναδύθηκε απ το βαθύ μου μέσα και βροντοφώναξε και ψιθυριστά μετά μου είπε, το τίποτα να γυρέψεις που είναι ανάμεσα στα όλα, το τίποτα να βρείς που τα γεννάει όλα, ρημάδα μου καρδιά παιχνίδια μη μου κάνεις, διώξε τη σκέψη μακριά στον κόσμο να βαδίσω, έτσι μίλησα , μήπως κι όλα τούτα γινότανε καπνός κι εγώ το δρόμο τον μακρύ μου ξεκινούσα με μια σάκα πούχε γράμματα, με μια λαχτάρα φίλος να γεννώ, με την πλάση να φιλιώσω, κι έφυγε η σκέψη, όχι μακριά, μα μέσα μου βυθίστηκε, τώρα που ξαναθυμάμαι ίσως αυτή να ήταν ο μόνος φίλος, την απόδιωξα βαθιά, κι ο κόσμος έρημος ξανά και εχθρικός ξεπρόβαλλε μπροστά μου, κάθησα κάτου απ τον πλάτανο κι ονειρεύτηκα ζωή, τα μελλούμενα, τα περασμένα, όσα πιάνονται απ την ουρά τους και την τραβολογάνε, πάλι, πάλι δίχως νάχουνε σταματημό, και τότε άρχισε να βρέχει, θροίζοντας απάνταγε ο ουρανός στις λιγοστές θολές μου σκέψεις, τι κάνεις εδω χάμω, ρώτησε μια φωνή κελαρυστή, μες τη βροχή τι παριστάνεις, γιατί με τους όμοιους σου δεν περιδιαβαίνεις, παρά τάχα σε τούτη βροχή με μια σάκα κάτου απ τον πλάτανο στοχάζεσαι άδικα κι άσκοπα, γυρνώ και βλέπω ένα ανθρωπάκι, όχι τον πρίγκηπα του Εξιπερί, μα κάποιον που του έμοιαζε, ποιός είσαι πες μου εσυ που με ρωτάς, του λέω, ειμαι ο ΧΩΡΙΣ, αμέσως μ απαντάει, άκουσα καλά η με γελάν τ αυτιά μου, ΧΩΡΙΣ, τι όνομα είναι τούτο, σαν αστείο μοιάζει, μήπως θες να με γελάσεις, μήπως θέλεις το κακό μου, όπως ο ξακουστός ΚΑΝΕΝΑΣ που τον μονόφθαλμο ετύφλωσε, όχι, μ απάντησε, είμαι αυτός που είναι σκέτος, δίχως ονόματα, δίχως τίτλους και γαλόνια, δίχως υπογραφές και διευθύνσεις, δίχως αριθμούς και ιδιότητες, τίποτα τέτοια δε μου βαραίνουν το κεφάλι, δε μου μπουκώνουν την καρδιά, σάστισα , ειν η αλήθεια, δε περίμενα νάβρω τέτοιον άνθρωπο, τον ερώτησα καχύποπτος, για πες μου αφού είσαι κατά πως το λες γυμνός από ονόματα, ταμπέλες, επίθετα κι άλλα τέτοια, για πες μου λοιπόν, σε τι πιστεύεις, ποιά της ζωής σου η πυξίδα, γέλασε μ ευγένεια ο ΧΩΡΙΣ, κι ύστερα σώπασε, η βροχή σιγοτραγουδούσε, κάτου απ τον πλάτανο ο ΧΩΡΙΣ κι εγώ στεκόμασταν, κι όσο περνούσε η ώρα άδειαζα από συλλογισμούς κι η σιωπή μας σαν ευεργεσία απλώνονταν, μιλούσαμε αλλιώτικα δίχως λέξεις, μέχρι που κι αυτό σταμάτησε, για ώρα πολύ άδειαζε ακόμη κι η σιωπή μας, ευλογία μεγάλη ν αδειάζει η σιωπή, κι έφτασε η στιγμή που μια σκέψη τάραξε τη σιγαλιά, φώτισε αναπάντεχα το φιλόξενο σκοτάδι, ο ΧΩΡΙΣ δεν ήταν ανάγκη ούτε να πιστεύει, ούτε να μην πιστεύει, μόνο αυτοί που ονόματα μοιράζουν κι ονόματα κατέχουν , μόνο αυτοί πιστεύουν, η καμώνονται πως δεν πιστεύουν, έσπασα τη σιωπή κι ευθύς ανέφερα το συλλογισμό μου μιαν απάντηση γυρεύοντας απ το παράξενο ακίνδυνο ανθρωπάκι, μ απάντηση δεν πήρα, ο ΧΩΡΙΣ γαλήνια είχε γύρει το πλευρό του και ξαπόσταινε το είναι του , και σαν τον έβλεπα στου ονείρου την αγκάλη να λικνίζεται, μου φάνηκε πως άλλαζε μορφές, κι ανάμεσα στα σκέλια του τη μια ολάνθιστα χείλη φαίνονταν, την άλλη χλωρό κλωνάρι εφύτρωνε, κι η όψη του γινότανε ολόδροσης κοπέλας η εικόνα, κι άλλη φορά εφήβου ρωμαλέου ενόμισα πως έβλεπα το πρόσωπο, κι άλλαζε συνέχεια μορφές καθώς κοιμότανε ο ΧΩΡΙΣ, μεσήλικας και γέρος, ώριμη γυναίκα και γριά, παιδί και νήπιο, φτεροπόδαρος αθλητής, καθηλωμένος άρρωστος, συσπάσεις μίσους άλλοτε τον αυλάκωναν, κι άλλοτε γαλήνη βασίλευε, κοντολογίς το μικρό ανθρωπάκι άλλαζε σαν ουρανός συννεφιασμένος σε κορφοβούνια που αγέρας μαστιγώνει, σαν ο ΧΩΡΙΣ που τίποτα απ τα φθαρτά κι ανθρώπινα κατείχε, σαν ο ΧΩΡΙΣ νάταν όλα αυτά μαζί δίχως να τον νιάζει, στο μεταξύ σουρούπωνε, κι η βροχή ξεθύμανε, κι είπα να σηκωθώ να περπατήσω μακριά απ το πλατάνι, η μέρα καρτερούσε κι εγώ την καρτερούσα, κι ας ο κόσμος φαίνονταν παράξενος και ξένος, μέσα του να βαδίσω ήτανε το ριζικό μου όπως ολονών,, ακούμπησα τα δάχτυλα μου στον γέροπλάτανο να πάρω σοφία φυτική και μ ένα χάδι απαλό στο μέτωπο του φίλου μου ΧΩΡΙΣ κίνησα μπροστά, το ανθρωπάκι σάλεψε και δυο λόγια είπε, να ξέρεις πως στων ανθρώπων τα χαρτιά που βλέπεις γράμματα ,τα δέντρα είναι που μιλάνε, αυτά που σφάχτηκαν για να μπορούν οι άνθρωποι χαρτιά να μουτζουρώνουν, να τιμάς λοιπον τη σάρκα την ζωντανή όποια κι αν είναι , όπου κι αν βρεθείς, κι ακόμα πιο πολύ αυτά που δεν είναι ζωντανά να σέβεσαι, κι ακόμα παραπάνω αυτούς κι αυτά που κάποτε ήταν ζωντανά και τώρα όχι , σ αυτά να υποκλίνεσαι, αυτά να προσκυνάς, έτσι μίλησε ο ΧΩΡΙΣ και μετά εχάθη στου δέντρου τα ροζιασμένα μέλη, κι ένιωσα πως μέσα στην παιδική μου σάκα ένα κομμάτι του βρισκόταν, εκείνο το χαρτί που ήταν καμωμένο από δέντρο ζωντανό, άρχισα πια να περπατάω γρήγορα, το πλατάνι ίσα που φαινόταν, κι ο ορίζοντας στρογγύλευε, διάπλατος ανοίγονταν εμπρός μου, κι έφυγα μακριά από κάθε σύμβαση, ν ανακαλύψω μόνος, σαν από παρθενογέννεση, τον κόσμο, μέσα μου σιγόκαιγε η λαχτάρα για το θαύμα, για τ αδύνατο, για το ωραίο, τ αναπάντεχα ωραίο, γιαυτό που ανάγκη δεν είναι να ρωτάς, λόγος δεν υπάρχει ν απαντάς, γιαυτό που ανεξήγητο όταν μένει πιο καλά καταλαβαίνεις, δεν γνώριζα τότε για τις μαύρες , άπληστες ψυχές, γιαυτούς π αργότερα ονόμασα πτωματοφάγους, που πρώτα σε κάνουν πτώμα και μετά οι άθλιοι τη σάρκα τη νεκρή ξεκοκαλίζουν, γιαυτούς π αρέσκονται με βρώμικο σκοτάδι να μολύνουν τις ψυχές, όμοιο με το δικό τους, κι έφυγα μακριά κι απλώθηκαν τα βήματα κι ήταν ο κόσμος όλος μια καλημέρα, το φως με χάιδευε, κι όταν απουσίαζε , η νύχτα μου σιγοτραγουδούσε, υπέροχη που είναι η ζωή, αμόλυντη και άσπιλη, τρυφερή και δροσερή, απονήρευτη, άδολη κι αγουρωπή σα πράσινο , ξυνό δαμάσκηνο, κι ούτε να λαλείς για δόξες θέλεις, κι ούτε για πράγματα σπουδαία, το λίγο είναι όσο πρέπει, αφού δεν έχεις μάθει να μετράς μ αριθμούς τον βίο, ανάμεσα σ άγρια ρόδα και θάμνους σκουροπράσινους, ανάμεσα σε μονοπάτια πυκνοβλαστημένα και ρυάκια ζωηρά, ανάμεσα σε φτεροκοπήματα και στάχια ξανθωπά, εκεί ήτανε που κατοικούσε ο λογισμός, σχεδόν το βήμα ήταν αβαρές, λες και μια στιγμή στον αέρα θα βρεθείς να πλέεις , και μέσα απ τις αχτίδες νιώθεις τη ζωή να στροβιλίζεται, σα μικρά μικρά κομμάτια σκόνης, πολύτιμα και ταπεινά, αχ άνθρωπε, αχ άνθρωπε, γιατί νάσαι τόσο προικισμένος, γιατί διπλά καταραμένος , νοήμων και αμνήμων, και δολερός την ίδια την πλάση ολάκερη να θέλεις να αρπάξεις, την ίδια την πλάση να θές να αναπλάσεις, κι όσο γύριζα κι έβλεπα, κι όσο γύριζα και μάθαινα, τόσο πιο σοφή μου φαίνονταν μια πευκοβελόνα, μια σταλαγματιά στ ακρόφυλλο, ένα πέρασμα τ αγέρα, μια ξαφνική βροχή, ένα καραβάνι κάμπιες, ο στριφογυριστός κοχλιός, καμιά μαγεία δε χωρεί στης φύσης τα καμώματα μα ούτε κι απ ανάγκη μόνο είναι καμωμένα, μια θάλασσα, ένα δεντρί στον βράχο καρφωμένο, σφύριγμα πουλιού, ουρανός βαμμένος αίμα, πιο πολλά έχουν να πουν της φύσης τα τερτίπια απ όσα εμείς λέμε αναμεταξύ μας στοιβαγμένοι, πως τον δίπλα να νιαστείς αν δε θαυμάζεις ένα μίσχο, πως εσένα να ιδείς αν τα μάτια είναι γεμάτα από λόγια, πως άνθρωπος να είσαι αν ξέχασες το φευγάτο αγέρι, όλα του κόσμου τούτου μάταια όταν αυτοθαυμάζεσαι, όλα του κόσμου κίβδηλα όταν εγωισμούς ψειρίζεις, κοίτα εδώ σου λέω, ακούς το μέσα χάος, πολύχρωμο κλωθογυρίζει, ακούς το μέσα θρήνο, απύθμενα πενθεί, ακούς τον μέσα φόβο, τη μέσα σου χαρά, τον μέσα σου χτισμένο λόγο, πως αντιπαλεύουν αναμεταξύ τους, ιδέες, νόημα να φκιάξουν, άλογος αν είναι ο κόσμος τότε εμείς γιατί απ τα γεννοφάσκια μας κατέχουμε τον λόγο, άπλωσε τη ματιά σου στ ανθρώπινα, και δες πως όλα μα όλα από λέξεις είναι φτιαγμένα, το πιο μεγάλο κτήριο, η πιο μικρή καρφίτσα από λέξεις είναι καμωμένα, ότι ανθρώπου χέρι εσχημάτισε πρώτα οι λέξεις το φαντάστηκαν, αυτή είναι η φωτιά η δυνατή π ορφάνεψε το γένος μας, π απ την πλάση μας εχώρισε, και αμείλικτο προβάλλει το επόμενο της σκέψης ψηλό ντουβάρι, αν ότι ανθρώπινο είναι από ΛΟΓΟ καμωμένο ,τότε όλα τ άλλα από ΤΙ είναι καμωμένα, αν οι λέξεις φτιάχνουν των ανθρώπων έργα, τότε τ άλλα τ ανυπέρβλητα που νους δε τα χωράει πούθε έρχονται, υπάρχουν κι αναπνέουν, ποιό είναι το μυστικό που ο ΛΟΓΟΣ ο ανθρωπινός να φτάσει δεν μπορεί, κι εκεί όλα σταμάτησαν, στην ερώτηση αυτή το μυαλό χλωμιάζει, κι η καρδιά σαστίζει, σχεδόν τρομάζει, όχι μόνο απ του θανάτου την φριχτή επίγνωση, μα πιο πολύ η ΑΠΟΡΙΑ είναι που οδηγεί στην έρημο της γνώσης, εκεί που όσα νόμιζα πως γνώριζα γίνονται άνυδρη γη, πορώδης, κι έμεινα να πλανιέμαι με την παιδική τη ΣΑΚΑ στης στεγνής της γνώσης την άδεια χώρα, εκεί όπου μόνο του νου οι μορφές αντέχουν να υπάρχουν, τα σύμβολα, οι μύθοι ,όλα αυτά που μας ανακατώνουν κι άλλες φορές φωτοδοτούν, είναι περίεργη τούτη η χώρα, αφουγκράζεσαι νοήματα και θες να τα ξεστομίσεις, μα αυτί ανθρώπου δεν ακούει στην έρημο της γνώσης, λόγος αδιάκοπος δίχως συνομιλία, κι αν το λάθος κάνεις να νομίσεις πως με θεούς μιλάς μαύρη σκιά σε καταπλακώνει, γύρευα, τι γύρευα, έμαθα , τι έμαθα, γνώρισα, τι γνώρισα, περπάτησα, που περπάτησα, αυτά που φαινόντουσαν κίνηση και δράση, ανακάλυψη και φώτιση, μόνο τέλμα ακίνητο ήτανε, καρτέραγε να με ρουφήξει στην ζεστή , παχιά κοιλιά του, και τότες μονοπάτι σχηματίστηκε εμπρός μου, ένα βήμα ήταν, όχι παραπάνω, και πάτησα το μονοπάτι που ένα βήμα αρκούσε να το διαβώ, και μόλις έκανα το πρώτο βήμα το μονοπάτι εμεγάλωσε άλλο ένα, σε κάθε βήμα το μονοπάτι προσέθετε άλλο ένα, παράξενο είναι όσο τον περπατάς να μακραίνει ο στενός ο δρόμος, τόσο που πάντα νάσαι ένα βήμα πίσω, και δεν το πρόσεξα πως όσο περπατούσα, ζερβά, δεξιά στο μονοπάτι έχασκαν βάραθρα απροσμέτρητα, τα βήματα γινόντουσαν μετέωρα στο έρεβος, και τότε σκέφτηκα να σταματήσω, το μονοπάτι έμεινε ακίνητο μαζί μου, μόλις ένα βήμα πιο μπροστά από μένα, κι άξαφνα γύρισα πίσω για να δω, δεν είδα ΤΙΠΟΤΑ, κάθε βήμα προηγούμενο είχε χαθεί, μαζί και ο πριν στενός μου δρόμος, το μονοπάτι ήταν μοναχά το βήμα που δεν είχα κάνει, και μόλις τόκανα αφανιζόταν και γίνονταν καινούριο βήμα που δεν έκανα, ήμουν στ άφατο κενό κρεμασμένος από ένα βήμα τη φορά, δύσκολο να μιλώ γιαυτό και τόσο αληθινό νάναι η πορεία μου το βήμα που δεν έκανα, το βήμα που θα κάνω, και πάλι το βήμα που δεν έκανα μέχρι να το κάνω, και πάλι ένα βήμα με περίμενε, κι ότι κι αν γινόταν όλα τα πριν σβηνόταν , και πίσω από ένα μοναχα μετά βρισκόμουν, σαν κάθε απάντηση καινούρια ερώτηση γεννούσε ατέρμονα, ο ΟΥΡΟΒΟΡΟΣ ΟΦΙΣ, αυτή λοιπόν ήταν η ΓΝΩΣΗ που κατείχα, όσο κι αν προσπάθησα η μόνη γνώση μου είν αυτή, νάμαι ένα βήμα πίσω, ούτε δρόμος στη γνώση υπάρχει, ούτε μονοπάτι, το βήμα είν ο δρόμος, το βήμα και το μονοπάτι, σπουδαίο ειν αυτό και καθόλου λίγο, αυτό είναι η γνώση, πάντα είναι λειψή, μα πάνω της στηρίζεσαι να μη σε καταπιούν τα μαύρα βάθη, τα μαύρα βάθη τα πολύχρωμα που αν για λίγο ξαποστάσεις και τη γνώση σου ξεχνάς και την επίπλαστη σοφία, να πετάξεις θέλεις απ το μονοπάτι δίχως άλλα βήματα να κάνεις, μια φωνή μιλάει από μέσα, μια φωνή σε κοιτάει από μέσα, σου λέει πέτα μακριά, ελευθερώσου, ζήτησε να μη ζητάς, γύρεψε να μη γυρεύεις, ΠΕΤΑ κι άσε τα βάθη να σε καταπιούν, στις εσχατιές των ψυχών να σ εξακοντίσουν, να μη ξέρεις πια αν πέφτεις η αν πετάς, ποιό το πάνω και το κάτω, ποιά η ηδονή κι ο φόβος, ποιά η λύπη κι η χαρά, ανοίγεις τα μάτια, μαύρο πηχτό, κλείνεις τα μάτια, μαύρο πηχτό, ότι έξω το ίδιο μέσα είναι, αιωρείσαι αβαρής, ταξιδεύεις μ ακίνητη ανάσα, πιο καλό να κοιμηθείς , ζωντανός αν είσαι, πιο καλό να ονειρευτείς, ζωντανός αν είσαι, κράταγα σφιχτά την παιδική μου ΣΑΚΑ, ήταν ότι είχα , μόνο αυτή στον κόσμο με κρατούσε, μια θύμηση που μ ένωνε με το πλατάνι, την κοιλάδα, την αγκαλιά και το μικρό ανθρωπάκι τον ΧΩΡΙΣ, να φύγω κι απ την θύμηση, υπαρκτός να μην υπάρχω,
στάλα φως να νιώσω στο βαθύ σκοτάδι, ανέσπερο κομάτι φως, δαδί στην ουράνια κατακόμβη, να μη το σκίσω το σκοτάδι, να μη το φανερώσω, μήτε να το ντυθώ, ούτε να τ ανασάνω, αυτό δεν ήταν το βρώμικο σκοτάδι των ΠΤΩΜΑΤΟΦΑΓΩΝ, αυτό ήταν της σιωπής ο μόνος φίλος, πένθιμος καθόλου, παγωνιά εντός του όχι, άνοιξα ξανά τα μάτια, τάκλεισα και πάλι, γίνηκε φορές πολλές, αιώρηση μοναχική στη μήτρα του κενού, ξέφτια η μνήμη, φλούδα ο εαυτός, ο άπονος ο κόσμος κάθε στιγμή γεννιέται, κι η στιγμή μαζί του αχώριστα υπάρχει, και μέσα στη στιγμή αιώνες κατοικούν σφιχταγκαλιασμένοι, κι όλα αναπόδραστα κινούνται και μετά σε ξωπετάνε σε μιαν ήσυχη γωνιά όπου λιγάκι φως φυτρώνει, και να εκεί μια ΠΗΓΗ, μια πηγή να ξεδιψάσεις, γάργαρο νερό, ΑΓΑΠΟΝΕΡΙ ,νερό ολόδροσο, της πεθυμιάς και τ άγουρου φωτός, όπου οι ίσκιοι γλυκά καταλαγιάζουν κι οι λογισμοί στ απόνερα του σβήνουν, και τόλμησα, ναι τόλμησα τούτο το νερό να το γευτώ, και μούκαψε τα χείλη, κι όσο μέσα μου κυλούσε τα μέσα έκαιγε, οξύ καυτό που έζεχνε γίνηκε εντός μου το θαυμαστό ΑΓΑΠΟΝΕΡΙ, κείνο που με λύτρωνε, κείνο ήταν μαζί που με τυραννούσε, πως να μην απ τα πριν το καταλάβω πως το νερό αυτό είναι της σάρκας ο μέγας τιμωρός, είνια το πυρ το υγρό που την καύση αποζητά, και της κάθε μέρας το βάσανο στους άτυχους δωρίζει, ήταν το πνεύμα που για να φωτίσει της ύλης το χαμό καρτεράει, να σ αφήσει γυμνό και μόνο να ψάχνεις αυτό που δεν υπάρχει, πως να τολμήσεις στο ΘΑΥΜΑ να μετέχεις αν πρώτα το εγώ δεν μηδενίσεις, μα όλα τούτα ήταν μια σταγόνα απ το νερό , ένα τόσο δα κομμάτι ανυπόφορης δροσιάς που με καλούσε να βουτήξω μέσα στην πηγή, έτσι είναι της αγάπης το μέγα βάσανο, πριν σε καλέσει πρώτα το ψυχανεμίζεσαι, κι αν θες ολόκληρος βουτάς, η φοβισμένος στέκεις παραπέρα, ολόκληρος, ακέραιος, ατόφιος βρέθηκα μέσα στο νερό, προσμένοντας μια λύση στης ζωής τον άχαρο αγώνα, έκλεισα τα μάτια, άνοιξα τα χέρια, αγκάλιασα τα γόνατα και σαν μωρό βυθίστηκα στα ίδια μου τα σπλάχνα, έφυγε το βάρος, το πιο πηχτο μου μαύρο γίνηκε γαλάζιος ουρανός όσο έλιωνα στ αγαπονέρι, ήμουν εγώ τ αρπακτικό που στη γη βασίλευε και ταπεινωμένο έψαχνε απ τα νύχια του να ξεγλιστρήσει, αυτό που λογάριαζα για φύση μου ήταν μοναχά μια πέτσα ασθενική, τ αρπακτικό ξεστράτισε, το ερπετό εφάνη, κι αυτό με τη σειρά του στον ιχθύ επαραδόθηκε, και πιο κάτω ΓΗ, μόνο ΓΗ, αυλακωμένη και πυώδης, να ταράζεται από βίαιες συσπάσεις καθώς κοιλοπονούσε, και μέσα ακόμη πιο πολυ, ζέστη σφοδρή, μάγμα πυρωμένο όπου έπλεαν τεράστια συντρίμμια, μέχρι εκεί θυμάμαι, μετά ανακατώθηκαν οι άγγελοι με τα αισθητά και μη, ξεψύχισαν οι αισθήσεις, ήθελε ο νούς να διαρραγεί , απ το ΧΑΣΜΑ ν αποδράσει, αυτός που χωρίζει, αυτός που ενώνει ήταν πια παρών, αυτός που δεν έχει πρόσωπο, που κάθε τι είναι το πρόσωπο του, ήταν ΕΚΕΙ ΠΑΡΩΝ, αυτό ήταν τ ΑΓΑΠΟΝΕΡΙ, όποιος το γευτεί και μέσα του βουτήξει παύει να ΕΙΝΑΙ και πράγματα παράξενα νομίζει , πως μεμιάς τον χρόνο αντικρύζει, πως μεμιάς όλα τα καθρεφτίσματα χλωμιάζουν, πως μεμιάς την πλάνη διώχνει, κι ο ίδιος είναι πλάνη, δεν ειναι κάποιος που πλανεύτηκε, ο ίδιος είναι η πλάνη, τέτοια συλλογιόμουν όσο το νερό εστέγνωνε και δρασκέλιζα ξανά το κατώφλι του εαυτού, στο φτωχόσπιτο επέστρεψα σκεπτόμενος πως άλλοι ποτέ δεν ξαναγύρισαν όταν ξεδίψασαν μ αγαπονέρι, σεβασμός τους πρέπει και πιο πολύ στοργή , αυτοί πια δεν έχουν εαυτό, ανυπεράσπιστοι κυκλοφορούν ανάμεσα μας με μια σάκα παιδική στα χέρια, κι είν η φιλόξενη κοιλάδα η γλυκιά τους μάνα, κι ειν ο πλατύς ο πλάτανος ο γελαστός πατέρας, κι ειν ο χωρίς το ανθρωπάκι τ ολοκάθαρο που αρχινάει και τελειώνει τον βιο, κι ειν όσα υπάρχουν μεσ την σάκα αυτά που ποτέ δεν θα φτάσουν οι πτωματοφάγοι